τηγανητός

τηγανητός
-ή, -ό, Ν, και μόνον ο τ. ουδ. τηγανητόν, τὸ, Α
τηγανισμένος, τηγανιστός, παρασκευασμένος σε τηγάνι με καφτό λάδι ή λίπος («τηγανητές πατάτες»)
αρχ.
(το ουδ.) τὸ τηγανητόν
η τηγανίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. τηγανητόν < τήγανον + κατάλ. -η-τόν, ουδ. ενός ρηματ. επιθ. *τηγανητός, ενώ ο νεοελλ. τηγανητός αντί τού τηγανιστός, κατ' επίδραση τού ψητός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηγανητός — ή, ό αυτός που είναι ψημένος στο τηγάνι: Τηγανητές πατάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • ατηγάνητος — και ατηγάνιστος, η, ο 1. αυτός που δεν τον έχουν τηγανίσει 2. ανεπαρκώς τηγανισμένος, μισοτηγανισμένος 3. ακατάλληλος για τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατηγάνιστος < α στερ. + τηγανιστός < (ρ.) τηγανίζω. Ο δε τ. ατηγάνητος < α στερ. +… …   Dictionary of Greek

  • τηγανητόν — τὸ, Α βλ. τηγανητός …   Dictionary of Greek

  • τηγανιστός — ή, ό / τηγανιστός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγηνιστός, ή, όν, Α [τηγανίζω / ταγηνίζω] τηγανητός, τηγανισμένος (α. «τηγανιστά συκωτάκια» β. «λαμβάνονται δὲ καὶ ἐφθοὶ καὶ τηγανιστοί», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • τηγανιστός — ή, ό τηγανητός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”